τοσαετής

τοσαετής
-ές, Μ
αυτός που διαρκεί τόσα έτη («τὸν τοσαετῆ πόλεμον», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + -ετής (< ἔτος), πρβλ. πεντα-ετής. Η μορφή τού α' συνθετικού είναι αναλογική προς τα δεκα-, επτα-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τοσαετῆ — τοσαετής so many years long neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τοσαετής so many years long masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τοσαετής so many years long masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσαετεῖς — τοσαετής so many years long masc/fem acc pl τοσαετής so many years long masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”